κατειρηνεύω

κατειρηνεύω
κατειρηνεύω (Α)
1. φέρω σε ειρήνη ειρηνεύω
2. προσαγορεύω με τον χαιρετισμό εἰρήνη σοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”